- συκόμουρο
- το / συκόμορον, ΝΜΑο καρπός τής συκομουριάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + μόρον / μούρο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συκάμινο — Πεδινός οικισμός (809 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (19 τ. χλμ., 1.045 κάτ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Κατηφόρι (39 κάτ., υψόμ. 25 μ.), Καμάρι (30 κάτ.), Νέο… … Dictionary of Greek
συκόμορον — τὸ, Α βλ. συκόμουρο … Dictionary of Greek